,

Πατρίδα μου σήμερα δεν θα σε κλάψω…

Γράφει η Σταυρούλα Ζάμπρα
Είναι μεσάνυχτα και είμαι μόνη.
Όχι από επιλογή. Κάθομαι στο παγκάκι μιας πλατείας και κοιτάζω το πολύχρωμο σιντριβάνι. Νιώθω μόνη. Πιο μόνη και από τις σταχτοπούτες. Ταυτίζομαι πια απόλυτα με το ποίημα του Φρανσουά Βιγιόν  …Στον τόπο μου ενώ ζω είμαι τέλεια ξένος…
Αναπολώ τα παλιά. Τώρα πια σηκώνουμε νεκρά χρόνια επιβίωσης. Λίγο φαγητό, λίγο cyber sex και καμιά βόλτα στην πλατεία, μας επιβάλει η μοίρα να τα δούμε αρκετά. Δουλειές του ποδαριού, ψίχουλα για λεφτά και κάτι νόμοι που σ’αφήνουν εκτός συναγωνισμού στη ζωή.
Εγώ αγαπητή κοινωνία δεν είμαι συνένοχος σε αυτόν τον θάνατο. Θα έπρεπε σήμερα να είμαι σε κάποια θάλασσα και να κάνω έρωτα με τον  -ευνουχισμένο πλέον από δουλειά και ζωή- φίλο μου, να συζητάμε για το άπειρο της ζωής. Κι όμως κάθομαι στη πλατεία και κοιτάζω τα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται.
Ένα “μπαμ” πάνω μου ίσως να είναι μια κάποια λύση. Αυτές τις σκέψεις κάνω γιατί κουράστηκα πολύ σήμερα στη δουλειά και ο -εργοδότης κοινωνία- πήγε Πασχαλινές διακοπές και ξέχασε να με πληρώσει. Τελευταία με πιάνει και μια θλίψη καθώς πηγαίνω σπίτι μου. Το κοινόχρηστο φως της πολυκατοικίας διεκόπη ακαριαία όπως οι καρδιές μας.
Όσο οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν, το τοπίο γύρω μου αλλάζει συνεχώς.
Μια κυρία κάθισε δίπλα μου και ένας κύριος με ένα παγωτό στο χέρι στο διπλανό παγκάκι. Ένα μικρό κοριτσάκι τρέχει χαρούμενο στο δρόμο προσπαθώντας η μαμά του να το πιάσει. Το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα και όλοι ξαφνικά κοιταχτήκαμε.
Η κυρία δίπλα μου, μου χαμογέλασε. Ο κύριος με το παγωτό πρότεινε να μας κεράσει από ένα.
Θυμήθηκα πάλι πως μπροστά σε όλα τα αδιέξοδα, η λύση θα είναι πάντα ίδια, το χέρι και το βλέμμα κάποιου που θα μας φωνάζει, δεν είσαι μόνος. Πατρίδα μου σήμερα δεν θα σε κλάψω. Σ’αυτόν τον τόπο δεν ήμουν και δεν θα’μαι ποτέ μόνη…
Σταυρούλα Ζάμπρα